- Κατά συνέπεια η «δυσ»λειτουργία είναι η άλλη όψη μιας «ευ»-λειτουργίας, εν προκειμένω της κυριαρχίας.
Δυσλειτουργίες στην εκπαίδευση. Οι τόποι της κακοποίησης.
Απομακρυνόμενοι από το παράδειγμά μας και εστιάζοντας στην εκπαίδευση είναι δυνατόν να διαγνώσουμε εδώ μια ρητορική χειραφέτησης, μέσω συναφών ρητορικών, σύμφωνα με τις οποίες το ανισόρροπο βλέμμα μας καλείται να κοιτάξει πέρα από το βλέμμα του, δηλαδή να διορθώσει την εστίασή του και να αντιληφθεί την ισορροπία και κυρίως την απουσία κατακρημνίσεων από τον περιβάλλοντα χώρο της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι δηλαδή ως να λέμε πως ο στραβισμός μας – στη μεταφορά του ΄Εμερσον - προήλθε από κάποια αφύσικη ιδιοτροπία της βιολογικής μας φύσης και είναι ασύμβατος με τη "φυσικότητα" της πραγματικότητας. Κατά συνέπεια είναι ανεξάρτητος από την πραγματικότητα. Είναι ως να λέμε πως δεν επηρεαζόμαστε από την άσκηση δυνάμεων κυριαρχίας στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο που κατασκευάζουν ως "φυσική" την κοινωνική πραγματικότητα. Επομένως η δια/στροφή του βλέμματος είναι ανεξάρτητη εκείνου που μας περιβάλλει - και εντός του οποίου αναγνωρίζουμε και αναγνωριζόμαστε και δεν είναι συνέπειά του. Ο θύτης και το θύμα είναι θύτης και θύμα από κατεξοχήν ατομική βούληση.
Σε μια τέτοια πλαισίωση η εκπαίδευση (αν(εν)ηλίκων, τυπική, μη-τυπική, κ.ά.) χειρίζεται τις δυσλειτουργίες δια των τεχνικών/χειρισμών που συνήθως αναγορεύονται στις ακόλουθες πρακτικές, ούτως ειπείν, διάγνωση αναγκών, μεθοδολογίες, εκπαιδευτικούς σχεδιασμούς κ.ά. ΄Ετσι η εκπαίδευση αποστερημένη – όπως κάθε εκπαίδευση δίχως πλάνη (αστοχία, λάθος μα και ταξίδι-περιπλάνηση) – από το διακύβευμα της ανοικτότητας και των υποθέσεων σε πολλαπλές και διαφοροποιημένες πλαισιώσεις αναδεικνύει την «ευ»λειτουργία, την «κανονικότητα», ως πραγματικότητα αποσιωπώντας πως αυτή η πραγματικότητα είναι το αίτιο που έχει ως αποτέλεσμα τη «δυσ»λειτουργία την οποία η εκπαίδευση καλείται να μετασχηματίσει σε "ευ"-λειτουργία προς σωφρονισμό των τροφίμων της.
- Κοντολογίς αποσιωπάται ότι η αίρεση είναι συνέπεια της ορθοδοξίας (ορθή δόξα)[3], η ανισότητα το σύμπτωμα της ισότητας κ.ο.κ.
΄Ετσι δημιουργούνται τα σχήματα – που διεκδικούν τη θεσμική τους μορφοποίηση ως κοινωνική ουσία - που δεν είναι ανοικτά αλλά αναδεικνύουν - μάλλον και υποδεικνύουν - το ασφυκτικό κλείσιμο μιας θέλησης για κυριαρχία με την πραγμάτωσή της στη μορφή της «ιδιοκτησίας» επιστημονικών πεδίων, με τη μορφή "οπαδών-μελών" συγκεκριμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης ή/και κατάρτισης. Οι "οπαδοί" – μάλιστα - επειδή αντλούν από αυτά την υπόστασή τους ως επαγγελματικές λειτουργίες είναι αδύναμοι και αδύνατον να χειραφετηθούν, παραμένοντας υποχείριοι σε μια εργασία που δεν αφορά την κοινωνία αλλά την επιβεβαίωση μιας ανάγκης τους για επαγγελματική ενασχόληση, άλλως πως, την επιβεβαίωσή τους υπό το πρόσχημα της επιβίωσής τους.
Αν πλαισιώνουμε έτσι κάθε θεώρηση τότε –ναι- βρισκόμαστε στο πεδίο της κυριαρχίας, είμαστε κλειστοί, όπως οι κλειστές επαγγελματικές συντεχνίες, επιδιώκοντας να δικαιώσουμε κάθε δικό μας (δια)στροφικό στραβισμό μόνο και μόνο επειδή ένα «εμείς» εγκαλεί για στραβισμό ένα άλλο – διαφορετικό - «αυτοί» και το καλεί - ως να το εγκαλεί - διά βίου σε εκπαίδευση επισείοντας, μάλιστα, τον κίνδυνο - ως απειλή και τιμωρία - του κοινωνικού αποκλεισμού. Επειδή όμως ο στραβισμός μας είναι μια (ιδεο)λογική παρά μια (βιο)λογική εμμονή εκείνο που συμβαίνει είναι ο απο-κλεισμός του καθενός μας από τη θέαση του άλλου. Το όριο του κλειστού εκπαιδευτικού σχήματος που αναπαράγει (δεοντο)λογίες για την επιβίωση ενός κλειστού εκπαιδευτικού χώρου και των συναφών με αυτόν επαγγελμάτων υπό την βίαιη απαίτηση να θεωρηθούν αυτές οι (δεοντο)λογίες "αντικειμενικές" με την έννοια της ουσίας που είναι ανεξάρτητη κάθε κοινωνικής μορφής.
- Κάθε φορά δηλαδή επιδιώκεται κάποιος να ορίσει τι είναι μάθηση, τι είναι σχολείο όχι ως μορφές - εκδοχές του κοινωνικού αλλά ως ουσία του κοινωνικού.
Κι επιπλέον όπως ταιριάζει σε κάθε κλειστή συγκρότηση, σε κάθε – δηλαδή - συνωμοσία με σκοπό την κυριαρχία[4] - κάθε ανοιχτή πρόσκληση και λογισμός/κάλεσμα στην ανοιχτότητα ερμηνεύεται (ερμηνεύεται – "μεταφράζεται και μεταπωλείται") με όρους αποπλαισιωμένους κοινωνικά – σε τελευταία ανάλυση άχρηστους ως αποπολιτικοποιημένους.
Και φυσικά το «εμείς» και το «αυτοί» επικαθορίζονται με όρους κυριαρχίας όταν συθέμελα το οικοδόμημα αιωρείται πάνω από κρημνούς της δικής του «ευ»λειτουργίας καθώς επανέρχεται το αίτημα της επαναπολιτικοποίησης κάθε εκπαιδευτικής διεργασίας αλλά και κάθε παρέμβασης.
Ακριβώς υπό το πρόσχημα μιας αξίας και μιας ηθικής[14] και στην εκπαίδευση επινοείται πάντα ένα καταληκτικό μέτρο επί τη βάσει του οποίου οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και αλλάζουν, δηλαδή αξιολογούνται ως προς το αν προσαρμόστηκαν στο προκρούστειο μέτρο μιας αμφίβολης και εν γένει αδιάφορης (από την άποψη της αιωνιότητας) για την ιστορία της γνώσης αποτίμησης. Σε αυτή την αξιολογική πλαισίωση το να αναδείξει κανείς μια θεώρηση σε μέτρο, μέτρηση ποσοτική ή αποτίμηση ποιοτική, ενέχει τη μνησιακακία μιας ειδικής μετατόπισης [15] από εκείνο που ήταν μια ιδέα χρήσιμη για την ανοιχτότητα και τη δημιουργικότητα στον έλεγχο μέσω της κυριαρχίας.
Για αυτό έχει σημασία να εξετάζουμε την πλαισίωση μέσα στην οποία επανανοηματοδοτείται κάτι. Αν πλαισιωθεί στο αίτημα της κυριαρχίας και σε μια εξορθολογισμένη φυσικοποίησή του τότε δεν ομιλούμε για αναζήτηση εναλλακτικών αλλά για αναπροσαρμογή των υπαρχόντων τρόπων, χειρισμών ή/και πρακτικών.
Κατά συνέπεια η διαλεκτικότητα και ο ανακλαστικός στοχασμός (επιμένοντας στην αρχική μεταφορά του βλέμματος επιλέγω τον όρο ανακλαστικός στοχασμός αντί του όρου αναστοχασμός) είναι πάντα μια απελευθερωτική υπονόμευση. ΄Η μήπως επιζητούμε την κυριαρχία για να κρύψουμε το φόβο απέναντι στον έρημο νου και την άνυδρη καρδιά μας, απέναντι στον αυτοματισμό των στερημένων από επιθυμία επιδιώξεών μας;
Ας σκεφτούμε πάνω στο ακόλουθο ποίημα του 19ου αι., στις Η.Π.Α., της ΄Εμιλυ Ντίκινσον (για μένα η επιτομή της απελευθερωτικής ανατροπής).
Από Κενό σ΄ άλλο Κενό –
Μία οδό μηχανικά
Βάδισα δίχως Μίτο –
Αν στέκομαι – ή αφανίζομαι – ή προχωρώ –
Αδιάφορη το ίδιο –
Κι αν κάπου – τέλος – έφτασα,
Στο τέλος πια δεν επαρκούν
Θαμπές αποκαλύψεις –
Τα μάτια έκλεισα – και ήταν πιο ανάλαφρο –
Τυφλή – να ψηλαφήσω.
[μτφρ. Διονύσης Καψάλης]
Επιζητούμε
- μια εκπαίδευση ανάλογη των επιθυμιών μας και όχι ανάλογη των αναγκών μας, οι οποίες αγνοούν το βίωμα της δημιουργικότητας που δεν είναι άλλο από την πράξη της επιλογής.
- μια κοινωνία επιλογών, τη δημοκρατική κοινωνία της μη-κυριαρχίας, της πολλαπλότητας των τρόπων και κόσμων ζωής, του κανόνα και των εξαιρέσεων, που με τη σειρά τους αποτελούν ενδεχόμενα κανονικοποίησης και φυσικοποίησης του επί μέρους.
Η εμπειρία μου, ο δικός μου στραβισμός, "βλέπει" πως δεν το επιτρέπει.
Για το λόγο αυτό χαιρετίζω κάθε "αδαή" δάσκαλο (βλ. παρουσίαση του βιβλίου στη δεξιά στήλη).
[1] Ο ΄Εμερσον απηχεί το ρομαντικό αγγλοσαξονικό αιώνα του Κόλεριτζ.
[2] εκφράσεις όπως «ο απλός πολίτης», «ο κοσμάκης», «ο απλός λαός» κ.λπ. είναι εκφράσεις που καταγγέλλονται ως χυδαίες ρητορικές απανθρωποποίησης, και οι οποίες ανακατασκευάζουν το πολύπλοκο σε βιολογικό – ψυχολογικό – κοινωνικό επίπεδο του ανθρώπου ως πρόβλημα (!)
[3] Θρησκειολογικά συχνά αποσιωπάται ότι οι μονοθεϊστικές ισχυρές θρησκείες του δυτικού πολιτισμού αποτελούν η μία αίρεση της άλλης από την οπτική της ισχύος. Δηλαδή ο χριστιανισμός αίρεση του ιουδαϊσμού (από την οπτική του ιουδαϊσμού) ο ιουδαϊσμός είναι αίρεση του χριστιανισμού (Παλαιά – Καινή Διαθήκη, από την οπτική του χριστιανισμού) και ο ισλαμισμός είναι αίρεση της αίρεσης του μεσαιωνικού μονοφυσιτικού χριστιανισμού ή/και αντίστροφα, ανάλογα με το θρήσκευμα εκείνου που μελετά τις γραφές. Σε κάθε περίπτωση επειδή είναι ταυτόχρονα συγγενικές μα και διαφορετικές και δημιουργούνται μέσα από σχέσεις κανονικότητας – ανωμαλίας, ορθοδοξίας – αίρεσης , για το λόγο αυτό αναπτύσσονται μεταξύ τους έντονα πάθη και φονταμενταλιστικά φαντασιακά.
[4] (βλ. Σπινόζα)
[5] (βλ. Ο Ρινόκερος του Ιονέσκο ή την ιστορία της ανόδου των ναζιστών στην εξουσία, αυτό δεν προέκυψε από το πουθενά)
[6] (βλ. Mouffe To Δημοκρατικό Παράδοξο)
[7] (βλ. Wittgenstein)
[8] (βλ. Bauman, O Ρευστός Φόβος).
[9] ακριβώς τη στιγμή της απόσυρσής του από τον καταναλωτισμό ( που κάνει τη μετανάστευση μια τεράστια αγορά και την ανάγκη για επιβίωση μια κυνική επίγνωση της εκμετάλλευσης, κυνική επίγνωση μιας κυνικής αποδοχής (Zizek)
[10] (Badieu)
[11] αδύναμοι είναι αυτοί που επιδιώκουν να ασκούν εξουσίες κατά τον Σπινόζα, [17ος αι.] ο δυνατός δεν επιζητεί την άσκηση εξουσίας πάνω στους άλλους ως επιβεβαίωση της δυναμής του
[12] Ο Τζώρτζ Μπέρναντ Σω έλεγε για τους Φιλισταίους στο βιβλίο του Η πεμπτουσία του Ιψενισμού: (παρουσίαση από μνήμης) Ας φανταστούμε μια κοινωνία 1000 ανθρώπων. Από αυτούς οι 700 θέλουν να παντρευτούν και παντρεύονται. Οι 299 δεν θέλουν να παντρευτούν αλλά παντρεύονται. Και ο ένας δεν θέλει να παντρευτεί και δεν παντρεύεται. Οι 299 από φόβο (γέννημα των εσωτερικών τους ενοχών και προϊόν δυσαρμονίας με τον εαυτό κι όχι με το εγώ) αισθάνονται ότι θα επέλθει η τιμωρία τους (στην ουσία φαντασιώνονται την τιμωρία ως λύτρωση από τις ενοχές και τις εσωτερικές τους συγκρούσεις) και προβάλλουν τον εσωτερικό τους φόβο αυτό επάνω στους 700. Εκτιμούν- δηλαδή - ότι οι 700 είναι αυτοί που θα τους καταλάβουν για το ψέμα τους και ότι θα τους τιμωρήσουν - πράγμα που αρχικά δεν συμβαίνει. Τι κάνουν λοιπόν οι 299 για να επαληθεύσουν - πραγματώσουν - τη φαντασίωσή τους περί τιμωρίας; Παράγουν την ιδεολογία υπέρ του γάμου και στρέφουν τους 700 εναντίον του ενός, "βάζουν τους 700 να σκοτώσουν τον ένα". Αυτοί οι 299 είναι οι Φιλισταίοι. Και οι 299 με μια δήθεν αποστασιοποιημένη ειρωνεία παριστάνουν τους αθώους. Σήμερα και κάθε σήμερα παίζεται αυτό το παιχνίδι.
[13] Να – ας πούμε οι θιασώτες των καλών ελληνικών δια της αναγωγής τους στα καλά αρχαία ελληνικά αποσιωπούν στο όνομα της ιστορίας ότι οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί του 16ου αιώνα (κι αυτός ο αιώνας δεν ανήκει στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας; Εκτός κι αν το αρνούνται οπότε θα διασαλευτεί το επιχείρημα των χιλιετηρίδων παρουσίας μας) τρεις αιώνες πριν από την κατασκευή της καθαρεύουσας χρησιμοποιούσαν τον τύπο ένε /αι αντί είναι ή έβαζαν αύξηση και στην πρόθεση του σύνθετου ρήματος ή παρουσίαζαν άκλιτο τον τύπο πάσα («το πάσα γένος») και άλλα πολλά. Αλλά αυτή η ετερότητα, αυτή η ανοιχτότητα των χρήσεων δεν θα μπορούσε παρά να κλείσει όταν κάποιοι επιχείρησαν τη δική τους – και προφανώς για λόγους άσχετους με την ιστορία της ελληνικής ως γλωσσικού συστήματος – κυριαρχία. Η γλώσσα δεν είναι μια κλειστή και σταθερή οντότητα. Η γλώσσα είναι η χρήση της. Και η γλωσσική χρήση είναι ζήτημα επιλογών που ενδημούν στους κόσμους της ζωής μας. Να πώς οι περισσότεροι, λόγου χάρη, φιλόλογοι αρνούνται στο όνομα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας την ιστορία της. Και μαθαίνουν την κανονικότητα στους/στις μαθητές/τριές τους όχι ως ιστορική διεργασία του συνεχούς γλωσσική κανονικοποίηση - τυποποίηση - γλωσσική αποκανονικοποίηση - τυποποίηση κ.ο.κ.
[14] «οι καλοί δεν λένε ποτέ την αλήθεια» Νίτσε, ή «περί ηθικής ομιλούν μόνον οι ανήθικοι» Μάρξ.
[15] λόγου χάρη, ο Μεζίροφ κάνει λόγο -ασχολίαστος στα ελληνικά πράγματα που τον εισάγουν στα ελληνικά εκπαιδευτικά δρώμενα αλλά κατά το δοκούν μιας -και κάθε φορά άλλης- κυριαρχικής δικαίωσης – για την εργαλειακή και τη διαλεκτική πλαισίωση της μάθησης